ταπεινώσεως

ταπεινώσεως
ταπεινώσεω̆ς , ταπείνωσις
lowering
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεγαλαυχώ — (ΑM μαγαλαυχῶ), έω) [μεγάλαυχος] καυχιέμαι, κομπάζω, υπερηφανεύομαι (α. «ἡ γλώσσα μικρὸν μέλος ἐστὶ καὶ μεγαλαυχεῑ», ΚΔ β. «κατὰ πάντα δὴ ταῡτα σύ γε μεγαλαυχούμενος», Πλάτ.) μσν. αρχ. (με αιτ.) θεωρώ κάτι ως καύχημα («παρὰ γὰρ τῆς ἐμῆς… …   Dictionary of Greek

  • υποβάθρα — ἡ, ΜΑ μτφ. το υπόβαθρο, η κρηπίδα, το στήριγμα («ἵνα ταύτῃ χρήσηται ὑποβάθρᾳ τοῡ ὕψους τῆς ταπεινώσεως», Ισίδ. Πηλ.) αρχ. 1. βάθρο, στήριγμα αγάλματος 2. στον πληθ. αἱ ὑποβάθραι τα στάδια στην άσκηση τής αρετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βάθρα… …   Dictionary of Greek

  • ВХОД ГОСПОДЕНЬ В ИЕРУСАЛИМ — Описанное 4 евангелистами (Мф 21. 1 11; Мк 11. 1 11; Лк 19. 28 40; Ин 12. 12 19) одно из главных событий последних дней земной жизни Господа Иисуса Христа Его торжественное прибытие в Иерусалим накануне праздника Пасхи, к рое хронологически и… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”